ἐπέβλεψα

ἐπέβλεψα
ἐπιβλέπω
look upon
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιβλέπω — επιβλέπω, επέβλεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιβλέπω — επίβλεψα και επέβλεψα 1. αμτβ., στρέφω (ρίχνω) το βλέμμα μου με ενδιαφέρον σε κάτι. 2. αμτβ. και μτβ., παρακολουθώ με πολλή προσοχή και ελέγχω, επιτηρώ: Επιβλέπει τους μαθητές στους διαγωνισμούς. – Επιβλέπει στην κατασκευή του έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”